εκστέλλω

εκστέλλω
ἐκστέλλω (Α)
1. διακοσμώ, καρφώνω, κουμπώνω το φόρεμα με πόρπη για διακόσμηση ή απλή συγκράτηση
2. στέλνω πίσω, εξαποστέλλω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐξέστελλον — ἐκστέλλω fit out aor ind act 3rd pl ἐκστέλλω fit out aor ind act 1st sg ἐκστέλλω fit out imperf ind act 3rd pl ἐκστέλλω fit out imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεστέλλετο — ἐκστέλλω fit out aor ind mid 3rd sg ἐκστέλλω fit out imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεστείλαμεν — ἐκστέλλω fit out aor ind act 1st pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξεστάλης — ἐκστέλλω fit out aor ind pass 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέστειλε — ἐκστέλλω fit out aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέστειλεν — ἐκστέλλω fit out aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στέλλω — ΝΜΑ, και στέλνω και στέρνω Ν αποστέλλω, πέμπω (α. «τού έστειλε πολλά χαιρετίσματα» β. «ἐς οἶκον σὸς λόγος στέλλει πάλιν», Αισχύλ.) νεοελλ. φρ. «στέλνω κάποιον στον διάβολο» διώχνω κάποιον με άσχημο τρόπο, τόν ξαποστέλνω νεοελλ. αρχ. ναυτ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”